Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαμιώτικος -η -ο [samnótikos] Ε5 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που γίνεται στη Σάμο: Σαμιώτικα βουνά. Σαμιώτικο κρασί.
[Σαμιώτ(ης < τοπων. η Σάμ(ο) -ιώτης) -ικος]