Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαματάς ο [samatás] Ο1 : (προφ.) θόρυβος δυνατός και συγκεχυμένος που προέρχεται από διάφορες πηγές και που δημιουργείται από διάφορες αιτίες: Aυτό το παιχνίδι κάνει φοβερό σαματά. Γίνεται τρομερός ~ από ξεφωνητά, ταμπούρλα, καμπάνες και τουφεκιές. Πώς να μελετήσω μ΄ όλον αυτό το σαματά; Kάθε βράδυ γίνεται ~ και κακό.
[τουρκ. şamata -ς]