Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλόνι το [salóni] Ο44 : I1α. το μεγαλύτερο και ωραιότερο συνήθ. δωμάτιο του σπιτιού, που προορίζεται για την υποδοχή των επισκεπτών· σά λα1: Tο παλιό μας σπίτι είχε πολύ μικρό ~ αλλά μεγάλα δωμάτια. || αντίστοιχος χώρος υποδοχής σε ξενοδοχεία, πλοία κτλ. β. το σαλόνι σε σπίτια της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ως τόπος συνάντησης και συζήτησης μεταξύ διανοουμένων, καλλιτεχνών, πολιτικών κτλ.: Tα φιλολογι κά σαλόνια. || Συχνάζει στα σαλόνια, για άνθρωπο κοσμικό, συνήθ. της ανώτερης κοινωνικής τάξης. (έκφρ.) του σαλονιού / των σαλονιών, για κοσμικό άνθρωπο. σκυλί του σαλονιού, χαρακτηρισμός ορισμένης ράτσας μικρών σκυλιών. 2. τα έπιπλα του σαλονιού και ιδιαίτερα όσα από αυτά αποτελούν ένα συνδυασμένο σύνολο: Kαρυδένιο / δρύινο / σκυριανό ~. Aκριβό / φθηνό / μοντέρνο / κλασικό ~. ~ που αποτελείται από έναν τριθέσιο και ένα διθέσιο καναπέ και μία πολυθρόνα. Aγόρασα καινούριο ~. 3. μοντέρνα εξοπλισμένος, κομψός και πολυτελής χώρος κομμωτηρίου, ινστιτούτου αισθητικής κτλ.: ~ κομμωτικής / αισθητικής. || χώρος εμπορικών εκθέσεων: ~ αυτοκινήτου. Nαυτικό ~. 4. ο χώρος των επιβατών στα αυτοκίνητα: Tο καινούριο μοντέλο έχει πολύ ευρύχωρο ~. II. το εσωτερικό δισέλιδο (συνήθ. έγχρωμο και όφσετ) σε περιοδικά ή εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, στο οποίο καταχωρίζονται θέματα που το έντυπο θέλει να προβάλει.
σαλονάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I1α, I2. [I1α, I2: ιταλ. salon(e) -ι· I1β, I3, 4, II: λόγ. σημδ. γαλλ. salon]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλονικιώτικος -η -ο [salonikótikos] Ε5 : (οικ., προφ.) θεσσαλονικιώτικος.
[Σαλονικιώτ(ης < μσν. Σαλονίκ(η) -ιώτης) -ικος, μσν. Σαλονίκη < ελνστ. Θεσσαλονίκη με αποβ. της αρχικής συλλ.]