Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλπίζω [salpízo] Ρ2.1α : 1. ηχώ με τη σάλπιγγα, κυρίως για να μεταδώσω κάποιο στρατιωτικό παράγγελμα: ~ προσκλητήριο / ανάπαυση / σιωπητήριο. 2. (μτφ., λογοτ.) διακηρύττω, διαλαλώ κτ. με πάθος: Σαλπίζει στα πέρατα της οικουμένης τα δημοκρατικά ιδανικά.
[λόγ. < αρχ. σαλπίζω]