Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλιώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλιώνω [salóno] -ομαι Ρ1 : υγραίνω κτ. με σάλιο: ~ το γραμματόσημο. Σάλιωσε τη μύτη του μολυβιού. Σάλιωσε τα χείλη του.

[σάλι(ο) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες