Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιγκάρι το [saliŋgári] Ο44 : χερσαίο οστρακοφόρο μαλάκιο. || Mετά τη βροχή ο κόσμος βγήκε στους δρόμους σαν τα σαλιγκάρια.
σαλιγκαρά κι το YΠΟKΟΡ. σαλίγκαρος* ο MΕΓΕΘ. [μσν. *σάλιγκ(ας) (< σάλιαγκας) -άρι(;)]