Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλιαρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλιαρίζω [salarízo] Ρ2.1α : (οικ., μειωτ.) προσπαθώ να κατακτήσω μια γυναίκα με ανόητα γλυκόλογα, τη φλερτάρω: Γέρασε κι ακόμα σαλιαρίζει. Πάψε να σαλιαρίζεις.

[σαλιάρ(ης) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες