Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιάρισμα το [salárizma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (μειωτ.) ερωτόλογα: Άσε τα σαλιαρίσματα! Δεν έχουμε καιρό για σαλιαρίσματα. || ερωτικές διαχύσεις.
[σαλιαρισ- (σαλιαρίζω) -μα]