Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιάρης -α -ικο [saláris] Ε9 : που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα σάλια του, που του τρέχουν τα σάλια από το στόμα: Ένας ~ γέρος. Σαλιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Πάρ΄ το από δω το σαλιάρικο!
[σάλ(ιο) -ιάρης]