Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιάρα 1 η [salára] Ο25 : είδος μικρής ποδιάς από ύφασμα που δένεται γύρω από το λαιμό του βρέφους και καλύπτει το στήθος του με σκοπό να προφυλάξει τα ρούχα του από τα σάλια του ή από την τροφή του, καθώς τρώει.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. σαλιάρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιάρα 2 η : είδος ψαριού, το λεπτό δέρμα του οποίου καλύπτεται από μια γλοιώδη ουσία.
[σάλι(ο) -άρα (από το υλικό που βγάζει το σώμα της, πρβ. ελνστ. βλέννος ίδ. σημ. < βλέννα)]