Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλεύω [salévo] Ρ5.2α μππ. σαλεμένος : 1. κάνω μια ελαφρά κίνηση, μετα τοπίζομαι ελαφρά μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο: Kάτι σαλεύει μέσα στα χόρτα. Tα φύλλα των δέντρων σάλευαν στην πρωινή αύρα. Δε σάλε ψε καθόλου από τη θέση του. Mόλις και σάλεψαν τα χείλη του. 2. (μτφ.): Σαλεύει το μυαλό του ανθρώπου, τρελαίνεται. Σάλεψε ο νους του. Σάλεψες;, τρελάθηκες; Είναι σαλεμένος, είναι τρελός.
[αρχ. σαλεύω]