Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλέ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλέ το [salé] Ο (άκλ.) : τύπος ορεινού ξύλινου σπιτιού της περιοχής των Άλπεων. || αντίστοιχος τύπος εξοχικής κατοικίας.

[λόγ. < γαλλ. chalet]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάλεμα το [sálema] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαλεύω. 1. ελαφρά μετακίνηση, μετατόπιση μέσα σε πολύ περιορισμένο χώ ρο: Tο ~ των φύλλων. Ενός πουλιού το ~. 2. (μτφ.): Tο ~ του νου, η τρέ λα.

[μσν. σάλεμα < ελνστ. σάλευμα `αναταραχή΄ με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλέπι το [salépi] Ο44 : α. κοινή ονομασία φυτού που είναι ποώδες, πολυετές και κονδυλόρριζο, και του οποίου οι ρίζες χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός θερμαντικού ποτού. β. το ποτό που γίνεται από το παραπάνω φυτό.

[τουρκ. salep (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλεπιτζής ο [salepidzís] Ο8 : πλανόδιος πωλητής σαλεπιούβ.

[σαλέπ(ι) -ιτζής (πρβ. τουρκ. salepçi)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλεύω [salévo] Ρ5.2α μππ. σαλεμένος : 1. κάνω μια ελαφρά κίνηση, μετα τοπίζομαι ελαφρά μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο: Kάτι σαλεύει μέσα στα χόρτα. Tα φύλλα των δέντρων σάλευαν στην πρωινή αύρα. Δε σάλε ψε καθόλου από τη θέση του. Mόλις και σάλεψαν τα χείλη του. 2. (μτφ.): Σαλεύει το μυαλό του ανθρώπου, τρελαίνεται. Σάλεψε ο νους του. Σάλεψες;, τρελάθηκες; Είναι σαλεμένος, είναι τρελός.

[αρχ. σαλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες