Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλάτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλάτα η [saláta] Ο25 : 1. λαχανικά ωμά ή βρασμένα στα οποία προσθέτουν λάδι, αλάτι, ξίδι ή λεμόνι και τα οποία σερβίρονται ως συμπληρωμα τικό του κυρίως φαγητού: Kόβω / ανακατεύω τη ~. Mαρούλι / λάχανο ~. Παντζάρια / χόρτα ~. ~ εποχής. Θα φάω μόνο μια ~. || Πράσινη ~, ονομασία του σγουρού μαρουλιού. 2. γενική ονομασία διάφορων ορεκτικών, των οποίων τα υλικά είναι ανακατωμένα με καρυκεύματα, όπως η ταραμοσαλάτα, το τζατζίκι, η μελιτζανοσαλάτα κτλ. || Ρώσικη ~, κομματάκια από βρασμένα λαχανικά ανακατεμένα με μαγιονέζα. ΦΡ τα κά νω ~, για μπέρδεμα, σύγχυση που οδηγεί σε παταγώδη αποτυχία: Tα ΄κα να ~ στις εξετάσεις. σαλατίτσα η YΠΟKΟΡ. σαλατούλα η YΠΟKΟΡ.

[βεν. salata· σαλάτ(α) -ίτσα, -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες