Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλάμι το [salámi] Ο44 : είδος αλλαντικού από ψιλοκομμένο κρέας, κομματάκια λίπος και μπαχαρικά, τα οποία τοποθετούνται μέσα σε μοσχαρίσιο έντερο, έτσι ώστε να δημιουργείται ένας μακρύς κύλινδρος: ~ αέρος / βραστό / σκορδάτο. || Γλυκό ~, γλυκό του ψυγείου από μπισκότα και σοκολάτα. || (μτφ.): Πολιτική / μέθοδος του σαλαμιού, σαλαμοποίηση.
σαλαμάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. salam(e) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλαμινομάχος ο [salaminomáxos] Ο18 : Έλληνας πολεμιστής που πολέμησε εναντίον των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
[λόγ. Σαλαμιν- (Σαλαμίς < αρχ. Σαλαμίς) -ο- + -μάχος κατά το μαραθωνομάχος]