Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακίδιο το [sakíδio] Ο42 : είδος τσάντας, κυρίως εκδρομικής ή στρατιωτικής, σε σχήμα μικρού σάκου, η οποία κρεμιέται στην πλάτη από δύο λουριά που περνιούνται από τους ώμους.
[λόγ. < ελνστ. σακκίδιον υποκορ. του αρχ. σάκκος (δες στο σάκος)]