Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σακί
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακί το [sakí] Ο43 : είδος στενόμακρης θήκης ανοιχτής στο επάνω μέρος, συνήθ. από λινάτσα και με καθορισμένη περίπου χωρητικότητα· σάκος· (πρβ. τσουβάλι): Ένα ~ για αλεύρι. || η αντίστοιχη χωρητικότητα: Ένα ~ αλεύρι. ΦΡ βάζω κπ. στο ~, τον εξαπατώ· ΣYN ΦΡ βάζω κπ. στον τορβά. (αγοράζω) γουρούνι στο ~, όταν αγοράζω κτ. χωρίς να το δω προηγουμένως ή χωρίς να εξετάσω την ποιότητά του. βάζω στο ίδιο ~, θέτω στην ίδια μοίρα ανόμοια πράγματα, αντιμετωπίζω εξίσου αρνητικά πρόσωπα ή πράγματα με διαφορετική ποιότητα και με διαφορετικές ιδιότητες. || Tον έπιασε από το γιακά και τον πέταξε κάτω σαν ~, τον έριξε κάτω βίαια.

[μσν. σακίν < αρχ. σακκίον (υποκορ. του σάκκος, δες στο σάκος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακιάζω [sakázo] Ρ2.1α μππ. σακιασμένος : (προφ.) βάζω κτ. μέσα σε σα κί: ~ το σιτάρι / το αλεύρι.

[σακ(ί) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάκιασμα το [sákazma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια του σακιάζω.

[σακιασ- (σακιάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακίδιο το [sakíδio] Ο42 : είδος τσάντας, κυρίως εκδρομικής ή στρατιωτικής, σε σχήμα μικρού σάκου, η οποία κρεμιέται στην πλάτη από δύο λουριά που περνιούνται από τους ώμους.

[λόγ. < ελνστ. σακκίδιον υποκορ. του αρχ. σάκκος (δες στο σάκος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες