Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακάκι το [sakáki] Ο44 : εξωτερικό ανδρικό ένδυμα με μακριά μανίκια, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό ως τους γοφούς και το οποίο μαζί με παντελόνι από το ίδιο ύφασμα αποτελεί το ανδρικό κουστούμι: Σταυρωτό / μονόπετο ~. Kαλοκαιρινό / χειμωνιάτικο ~. Είχε το ~ του ριγμένο στους ώμους. || γυναικεία ζακέτα που έχει το κόψιμο ανδρικού σακακιού. || ~ πιτζάμας, το αντίστοιχο προς το ανδρικό σακάκι τμήμα της πιτζάμας, με κοντά ή μακριά μανίκια.
[σάκ(ος)2 υποκορ. -άκι]