Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαθρός -ή -ό [saθrós] Ε1 : 1. που έχει υποστεί βαθιά διάβρωση, που έχει φθαρεί τόσο, ώστε έχει χάσει εντελώς τη συνοχή του και επομένως την αντοχή ή τη σταθερότητά του: Σαθρό ξύλο / πάτωμα. Σαθρά πετρώματα. Σαθρό μάρμαρο. 2. (μτφ.) που δεν έχει στερεές βάσεις και γι΄ αυτό μπορεί εύκολα να καταρριφθεί ή να καταρρεύσει: Σαθρά επιχειρήματα. Επιχείρηση με σαθρές βάσεις.
[λόγ. < αρχ. σαθρός]