Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαδομαζοχιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαδομαζοχιστικός -ή -ό [saδοmazoxistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σαδομαζοχισμό: Σαδομαζοχιστικές τάσεις.

[λόγ. σαδομαζοχιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες