Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαδομαζοχισμός ο [saδomazoxizmós] Ο17 : σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο σαδιστικές και μαζοχιστικές τάσεις.
[λόγ. < γαλλ. sadomasochisme < sad(isme) = σαδ(ισμός) -ο- + maso chisme = μαζοχισμός]