Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαδισμός ο [saδizmós] Ο17 : 1. (ψυχιατρ.) σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία το άτομο διεγείρεται και ικανοποιείται σεξουαλικά, μόνο αφού βασανίσει ψυχικά ή σωματικά τον ερωτικό του σύντροφο. 2. νοσηρή ικανοποίηση που αισθάνεται κάποιος, όταν βασανίζει ή ταλαιπωρεί σωματικά ή ψυχικά κπ. άλλον.
[λόγ. < γαλλ. sadisme < ανθρωπων. Mαρκήσιος de Sad(e) (Γάλλος συγγραφέας) -isme = -ισμός]