Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαγόνι το [saγóni] Ο44 : 1. το μπροστινό τμήμα της κάτω σιαγόνας, το πιγούνι: Έφαγε μια γροθιά στο ~. 2. (οικ., πληθ.) η σιαγόνα1: Mε πόνεσαν τα σαγόνια μου. Mου ΄φυγαν τα σαγόνια από το χασμουρητό. || Tα σαγόνια του καρχαρία.
[μσν. σαγόνι < σαγόνιον < αρχ. σιαγόνιον (υποκορ. του σιαγών) με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαγονιά η [saγoná] Ο24 : (προφ.) 1. χτύπημα που δίνεται στο σαγόνι ή χτύπημα με το σαγόνι. 2. (μτφ., λαϊκ.) υπέρογκος λογαριασμός.
[σαγόν(ι) -ιά]