Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαγρέ το [saγré] Ο (άκλ.) : είδος επιχρίσματος με κοκκώδη επιφάνεια. || (ως επίθ.): Tοίχος ~.
[τουρκ. sağrι `επεξεργασμένο δέρμα΄ με λόγ. προσαρμ. στο επίθημα -έ]