Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαΐνι το [saíni] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) το γεράκι. 2. (μτφ.) άνθρωπος πανέξυπνος, εύστροφος και ικανότατος σ΄ αυτό που κάνει: Πήρα έναν υπάλληλο ~. || (ειρ.): ~ αυτός ο υπάλληλος· μια ώρα για να ετοιμάσει ένα χαρτί.
[τουρκ. şahin (από τα περσ.) -ι με αποβ. του μεσοφ. [h] ]