Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σίριαλ το [sírial] Ο (άκλ.) : 1. τηλεοπτική σειρά. 2. (προφ., μτφ.) για κτ. επεισοδιακό, κτ. για το οποίο γίνεται μεγάλη συζήτηση, που συνήθ. παρατείνεται υπερβολικά και αδικαιολόγητα: ~ έγινε πια αυτή η υπόθεση!
[λόγ. < αγγλ. serial]