Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σέσκουλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σέσκουλο το [séskulo] Ο41 : είδος λάχανου.

[μσν. *σεύκλον (πρβ. μσν. σευκλογούλιον) με αποβ. του [f] για απλοπ. του συμφ. συμπλ., επανάληψη του [s] της πρώτης συλλ. και ανάπτ. [u] ανάμεσα στο [k] και [l] για διευκόλυνση της άρθρ., σεύκλον < αρχ. σεῦτλον παράλλ. τ. του τεῦτλον με τροπή [tl > kl] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες