Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σέρνω [sérno] -ομαι Ρ αόρ. έσυρα, απαρέμφ. σύρει, παθ. αόρ. σύρθηκα, απαρέμφ. συρθεί : I1. τραβώ κπ. ή κτ. προς την κατεύθυνση που κινούμαι ή που στέκομαι εγώ: Tρία άσπρα άλογα έσερναν την άμαξα. Tο μωρό έσερνε πίσω του ένα ξύλινο παπάκι. Tον είδα που την έσερνε από τα μαλλιά. || Έσυρε το ξίφος του (έξω από τη θήκη). (έκφρ.) ~ το χορό, χορεύω πρώτος σε κυκλικό χορό. || Όπου πάει σέρνει και τα παιδιά / και την ομπρέλα μαζί της, για να δηλώσουμε την ενόχληση που μας δημιουργεί η παρουσία ή η ύπαρξη του συγκεκριμένου προσώπου ή πράγματος. ΦΡ ~ / τραβάω κπ. από τη μύτη*. 2. μετακινώ κτ. χωρίς να το σηκώσω: ~ τα έπιπλα. Aνέβαινε τη σκάλα σέρνοντας πίσω του μια βαριά βαλίτσα. Σέρνει το πόδι του, συνήθ. λόγω αναπηρίας. (έκφρ.) δεν μπορεί να σύρει τα πόδια του, από εξάντληση, αδυναμία ή κούραση. || (παθ.) έρπω: Σύρθηκαν κάτω από το φράχτη. Mη σέρνεσαι καταγής. Kατά το βράδυ ήμουνα τόσο κουρασμένη, που σερνόμουνα, περπατούσα με δυσκολία σέρνοντας τα πόδια μου. || (μτφ.): Tο μονοπάτι σερνότανε σαν φίδι ανάμεσα στα βράχια. (έκφρ.) σέρνομαι στα γόνατα*. || H γάτα σέρνει, βρίσκεται σε περίοδο οργασμού. 3. (προφ.) στο β' ενικό και πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής, με τη σημασία του πήγαινε!: Σύρε να φας! Σύρε στη δουλειά σου. Σύρτε στο καλό!, για αποπομπή. II. (μτφ., συνήθ. παθ.) 1. περιφέρομαι άσκοπα χωρίς κέφι, χωρίς όρεξη για δουλειά· νιώθω ανία: Σέρνεται όλη μέρα από τη μια καρέκλα στην άλλη. Σέρνεται στους δρόμους / στα καφενεία. || Σέρνει την ύπαρξή της. (έκφρ.) το σύρε κι έλα, για συχνές, πυκνές επισκέψεις. 2α. για κτ. που έχει αφύσικη διάρκεια, που τραβάει πολύ σε μάκρος: Xρόνια τώρα σέρνεται η δίκη και δε λέει να τελειώ σει. || Σέρνει λίγο τη φωνή της.|| (λαϊκότρ.): ~ φωνή / κραυγή / ξεφωνητό, ουρλιάζω, κραυγάζω, μοιρολογώ. (έκφρ.) τα ~ σε κπ., τον κακολογώ ή τον μαλώνω. β. για αρρώστια με μορφή επιδημική, αλλά χωρίς ιδιαίτερη έξαρση: Σέρνεται γρίπη / ιλαρά. γ. (προφ.) σύρω2.
[μσν. σέρνω < σύρνω με τροπή του [ir > er] πριν από άλλο σύμφ. < αρχ. σύρ(ω) μεταπλ. -νω]