Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σέρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σέρα η [séra] Ο25 : θερμοκήπιο για λουλούδια.

[ιταλ. serra]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Σεραφείμ το [serafím] Ο (άκλ.) : (εκκλ.) α. (πληθ.) ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων: Tα Xερουβείμ και τα ~. β. καθένας από τους αγγέλους που ανήκουν στο τάγμα των Σεραφείμ.

[λόγ. < ελνστ. τό Σεραφείμ < οἱ Σεραφείμ < εβρ. Seraphim]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες