Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σένιος -α -ο [sénos] Ε4 : (προφ.) 1. (για πρόσ.) καλοντυμένος και περιποιημένος: Πώς σου φαίνομαι με την καινούρια κουστουμιά; -~! 2. (για πργ.) που είναι ωραίος, που προκαλεί εντύπωση, θαυμασμό: Σένιο βλέπω το ΄κανες το μαγαζί.
[σενι(άρω) -ος (αναδρ. σχημ.)]