Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σέλα η [séla] Ο25 : 1α. καμπύλο και συνήθ. δερμάτινο εξάρτημα που εφαρμόζει στη ράχη των αλόγων για να κάθεται ο αναβάτης. β. το κάθισμα πο δηλάτου ή μοτοσικλέτας. 2. (οικ., μτφ.) τμήμα του κάτω εσώρουχου που περνάει ανάμεσα από τα πόδια.
[ελνστ. σέλλα `κάθισμα΄, μσν. σημ. για το άλογο < λατ. sella `κάθισμα΄, υστλατ. σημ. για το άλογο (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σελαγίζω [selajízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ: Άγρυπνα σελαγίζουν τ΄ αστέρια.
[λόγ. < ελνστ. σελαγίζω (αρχ. σελαγῶ)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σελάγισμα το [selájizma] Ο49 : (λογοτ.) ακτινοβολία, λάμψη.
[λόγ. < ελνστ. σελάγισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σελαγισμός ο [selajizmós] Ο17 : (λογοτ.) το σελάγισμα.
[λόγ. σελαγισ- (σελαγίζω) -μός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σέλας το [sélas] Ο γεν. σέλαος και σέλατος : φαντασμαγορικό οπτικό φαινόμενο, που παρατηρείται στις περιοχές του βόρειου και του νότιου πόλου και οφείλεται στη διαύγεια της ατμόσφαιρας: Πολικό ~. Bόρειο / νότιο ~.
[λόγ. < αρχ. σέλας `λάμψη΄ σημδ. γαλλ. aurore polaire]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σελάχι 1 το [seláxi] & σαλάχι το [saláxi] Ο44 : γενική ονομασία ψαριών που ανήκουν στο ίδιο γένος, έχουν σώμα πεπλατυσμένο και θωρακικά πτερύγια σαν μεγάλα φτερά που ανοίγουν και περιβάλλουν το κεφάλι.
[αρχ. σελάχιον (υποκορ. του σέλαχος)· υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σελάχι 2 το & σιλάχι το [siláxi] Ο44 : δερμάτινη ζώνη των παλαιών φουστα νελοφόρων με διάφορες θήκες και πτυχές, κατάλληλη για την ανάρτηση των όπλων τους.
[τουρκ. silâh -ι `όπλο΄ (από τα αραβ.) και τροπή [si > se] ]