Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σέκος [sékos] Ε (βλ. Ο18) : (προφ.) ξερός, άπνους, εμβρόντητος, άναυδος ως επιρρηματικό κατηγορούμενο στις ΦΡ μένω ~. τον / την άφησε σέκο. έμεινε ~, πέθανε απότομα.
[ιταλ. secco -ς]