Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σέικερ το [séiker] Ο (άκλ.) : σκεύος σε σχήμα ποτηριού με καπάκι, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή κοκτέιλ και παγωμένου καφέ.
[λόγ. < αγγλ. shaker]