Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σέικ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σέικ το [séik] Ο (άκλ.) : είδος μοντέρνου χορού με ελεύθερες χορευτικές κινήσεις του κορμού και των άκρων.

[αγγλ. shake `κουνώ, κούνα΄ < φρ. τραγουδιού shake it, baby που τραγουδιόταν στο ρυθμό αυτού του χορού]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σέικερ το [séiker] Ο (άκλ.) : σκεύος σε σχήμα ποτηριού με καπάκι, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή κοκτέιλ και παγωμένου καφέ.

[λόγ. < αγγλ. shaker]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες