Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σέβομαι [sévome] Ρ αόρ. σεβάστηκα, απαρέμφ. σεβαστεί : 1. αισθάνομαι σεβασμό για κπ., με συνέπεια να κρατώ απέναντί του τη στάση και την απόσταση που αρμόζει στην προσωπικότητα, στην ηλικία, στην κοινωνική του θέση κτλ.: ~ τους γονείς / τους μεγαλυτέρους. Tον σέβονται όλοι στο χωριό. || ~ τον εαυτό μου, με τη συμπεριφορά μου δεν επιτρέπω στους άλλους να με θίξουν, να με μειώσουν· προστατεύω τον εαυτό μου από εξευτελισμούς και ταπεινώσεις: Για να σε σέβονται οι άλλοι, πρέπει πρώτα εσύ να σέβεσαι τον εαυτό σου. Ένας υπάλληλος / ένας μαθητής / ένας επαγγελματίας που σέβεται τον εαυτό του προσπαθεί να είναι συνεπής με τις υποχρεώσεις του. || (Δεν) τη σεβάστηκε, για άνδρα ο οποίος (δεν) εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να προχωρήσει σε σεξουαλικές σχέσεις μαζί της. 2α. για κτ. το οποίο θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό και γι΄ αυτό προσπαθώ να μην το θίξω, να μην το αλλοιώσω ή να μην το παραβώ με κανέναν τρόπο: ~ τους νόμους / τα ήθη και τα έθιμα. ~ τους κανόνες του παιχνιδιού. Διδάχτηκε από μικρός να σέβεται τις ώρες της κοινής ησυχίας. Δε σεβάστηκε την τελευταία επιθυμία του πατέρα του. || ~ τον πόνο σας, αναγνωρίζω την κατάστασή σας και τη λαμβάνω υπόψη μου. β. αποφεύγω να προσβάλω το κοινό αίσθημα της καλαισθησίας, της ηθικής, του δικαίου κτλ.: Πρέπει να σεβαστούμε τον αναγνώστη / τον τηλεθεατή.
[λόγ. < αρχ. σέβομαι]