Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάτιρα η [sátira] Ο27 : 1. ποιητικό είδος της λατινικής γραμματείας, με σκωπτικό περιεχόμενο: H ~ του Λουκήλιου / του Πετρώνιου. 2. λογοτεχνικό είδος που διακωμωδεί με δηκτικό τρόπο τα δημόσια ή ιδιωτικά ήθη, χαρακτήρες ανθρώπων ή καταστάσεις. || καλλιτεχνικό έργο που ανήκει στο είδος της σάτιρας: Πικρή ~. Πνευματώδης ~.
[λόγ. < ιταλ. satira < λατ. satira]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σατιρίζω [satirízo] -ομαι Ρ2.1 : διακωμωδώ με σάτιρα: Σατιρίζει με τα σκίτσα του τους πολιτικούς.
[λόγ. < γαλλ. satiriser < satir(e) = σάτιρ(α) -iser = -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σατιρικός -ή -ό [satirikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σάτιρα: Σατιρικό ποίημα / τραγούδι. Σατιρικοί στίχοι. || (ως ουσ.) ο σατιρικός, ποιητής ή πεζογράφος που γράφει σάτιρες.
[λόγ. < γαλλ. satirique < satir(e) = σάτιρ(α) -ique = -ικός]