Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάστισμα το [sástizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του σαστίζω· αμηχανία και ταραχή μπροστά σε κπ., ή μπροστά σε κτ. απρόβλεπτο, περίεργο ή θαυμαστό: Ήταν τόσο το σάστισμά μου, ώστε
[σαστισ- (σαστίζω) -μα]