Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάρωση η [sárosi] Ο33 : (ηλεκτρον.) ~ εικόνας, διεργασία μετάδοσης της εικόνας κατά στοιχεία, με διαφορετική φωτεινότητα και χρώμα.
[λόγ. < ελνστ. σάρω(σις) `σκούπισμα΄ -ση σημδ. αγγλ. sweep]