Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάρισα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάρισα η [sárisa] Ο27 : μακρύ δόρυ των αρχαίων Mακεδόνων.

[λόγ. < ελνστ. σάρισα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες