Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάπφειρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάπφειρος ο [sápfiros] Ο19 : (λόγ.) ζαφείρι.

[λόγ. < ελνστ. σάπφειρος (δες στο ζαφείρι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες