Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάπιος -α -ο [sápxos] Ε4 : 1. για οργανική ουσία που έχει αποσυντεθεί, που έχει αλλοιωθεί: Σάπιο ξύλο. Σάπια βάρκα. Tο πάτωμα είναι σάπιο. || Σάπια μήλα / πορτοκάλια. ΦΡ σάπιο μήλο*. || (επέκτ.): Έχω ένα σάπιο δόντι, χαλασμένο από τερηδόνα. 2. (μτφ.) διεφθαρμένος, χωρίς ηθικές αρχές και ενδοιασμούς, ανήθικος: Σάπια κοινωνία. (έκφρ.) υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας!, συνήθ. για σκάνδαλα, καταχρήσεις ή απάτες κατά την άσκηση της εξουσίας. ΦΡ (λαϊκ.) άσ΄ τα σάπια!, άσε τις ψευτιές, τις πονηριές.
[μσν. σάπιος < σαπί(ζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]