Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάντουιτς το [sánduits] Ο (άκλ.) : 1. δύο λεπτές φέτες ψωμιού, συνήθ. αλειμμένες με βούτυρο, ανάμεσα στις οποίες βάζουν μία λεπτή φέτα κρύου κρέατος, ζαμπόν, τυριού κτλ. || (μτφ., προφ.): Έγινα ~, στριμώχτηκα πολύ. 2. (τεχν.) η τοποθέτηση διαφορετικών υλικών κατά στρώματα, σε διάταξη που θυμίζει σάντουιτς.
σαντουιτσάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. σαντουιτσάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1. [λόγ. < αγγλ. sandwich < ανθρωπων. Sandwich (όν. Άγγλου κόμη που το πρωτοκατασκεύασε)· σάντουιτς -άρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαντουιτσάδικο το [sanduitsáδiko] Ο41 : (προφ.) κατάστημα που πουλάει σάντουιτς.
[σάντουιτς -άδικο]