Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάμπα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάμπα η [sámba] Ο25α : λαϊκός βραζιλιάνικος χορός.

[αγγλ. samba < πορτογαλ. samba (από γλ. της Aφρικής)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαμπανί [sampaní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της σαμπάνιας: Kουρτίνες / μπομπονιέρες ~. || (ως ουσ.) το σαμπανί.

[σαμπάν(ια) -ί 4]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαμπάνια η [sampána] Ο25α : κατοχυρωμένη ονομασία για γαλλικό αφρώδες κρασί που παράγεται στην περιοχή της Kαμπανίας και καταχρηστικά για παρόμοιο τύπο κρασιού οποιασδήποτε περιοχής ή μάρκας: Στο τραπέζι προσφέρθηκαν διάφορες ποικιλίες κρασιού και ~.

[γαλλ. champagn(e) (ή μέσω του ιταλ. sciampagna) < τοπων. Champagne (όν. περιοχής της Γαλλίας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαμπανιέρα η [sampanéra] Ο25α : επιτραπέζιο σκεύος, συνήθ. μεταλλικό, το οποίο περιέχει κομμάτια πάγου και μέσα στο οποίο τοποθετείται το μπουκάλι της σαμπάνιας ή του κρασιού, για να διατηρείται κρύο το περιεχόμενό του.

[σαμπάν(ια) -ιέρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαμπανιζέ [sampanizé] Ε (άκλ.) : για κρασί που είναι αφρώδες όπως η σαμπάνια.

[λόγ. < γαλλ. champagnisé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες