Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάλπισμα το [sálpizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαλπίζω, ο ήχος της σάλπιγγας καθώς και το στρατιωτικό παράγγελμα που δίνεται με σάλπιγγα. || (μτφ., λογοτ.): Tο ~ της νίκης.
[λόγ. < ελνστ. σάλπισμα]