Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάλιο το [sálo] Ο39 : υγρό άχρωμο και κολλώδες που εκκρίνεται μέσα στην κοιλότητα του στόματος από ειδικούς αδένες, τους σιελογόνους και διευκολύνη την κατάποση της τροφής: Kαταπίνω το ~ μου. Στέγνωσε το ~ μου. (έκφρ.) κολλημένο με το ~, κολλημένο πολύ πρόχειρα. πλένομαι με το ~ μου, για μεγάλη έλλειψη νερού. ΦΡ τρέχουν τα σάλια μου / μου τρέχουν / μου πέφτουν τα σάλια, έντονη επιθυμία για φαγητό ή πολύ μεγάλη λαχτάρα για κτ. ή για κπ. δεν υπάρχει ~, δεν υπάρχει δραχμή ή γενικά για παντελή έλλειψη ενός πράγματος. μύξες* και σάλια.
[μσν. σάλιον < *σιάλιον (αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων., σύγκρ. διακόσια > διακόσα) υποκορ. του αρχ. σίαλον]