Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάλι το [sáli] Ο44 : συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης που προστατεύει την πλάτη και τους ώμους και που συνήθ. είναι ένα τετράγωνο ύφασμα διπλωμένο τριγωνικά, μάλλινο, μεταξωτό, πλεκτό κτλ., με ή χωρίς κρόσια· (πρβ. εσάρπα).
σαλάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. sciall(e) -ι < γαλλ. châle (από τα περσ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάλιαγκας ο [sálaŋgas] & σάλιακας ο [sálakas] Ο5 : (λαϊκότρ.) το σαλιγκάρι· σάλιαγκος.
[μσν. σάλιακας < σάλι(ο) -ακας και με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάλιαγκος ο [sálaŋgos] Ο20 & σαλιαγκός ο [salaŋgós] Ο17 : (λαϊκότρ.) το σαλιγκάρι· σάλιαγκας.
[σάλιαγκ(ας) μεταπλ. -ος· μετακ. τόνου(;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιάρα 1 η [salára] Ο25 : είδος μικρής ποδιάς από ύφασμα που δένεται γύρω από το λαιμό του βρέφους και καλύπτει το στήθος του με σκοπό να προφυλάξει τα ρούχα του από τα σάλια του ή από την τροφή του, καθώς τρώει.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. σαλιάρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιάρα 2 η : είδος ψαριού, το λεπτό δέρμα του οποίου καλύπτεται από μια γλοιώδη ουσία.
[σάλι(ο) -άρα (από το υλικό που βγάζει το σώμα της, πρβ. ελνστ. βλέννος ίδ. σημ. < βλέννα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιάρης -α -ικο [saláris] Ε9 : που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα σάλια του, που του τρέχουν τα σάλια από το στόμα: Ένας ~ γέρος. Σαλιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Πάρ΄ το από δω το σαλιάρικο!
[σάλ(ιο) -ιάρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιαρίζω [salarízo] Ρ2.1α : (οικ., μειωτ.) προσπαθώ να κατακτήσω μια γυναίκα με ανόητα γλυκόλογα, τη φλερτάρω: Γέρασε κι ακόμα σαλιαρίζει. Πάψε να σαλιαρίζεις.
[σαλιάρ(ης) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιάρικος -η -ο [salárikos] Ε5 : που αναφέρεται στο σαλιάρη.
[σαλιά ρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιάρισμα το [salárizma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (μειωτ.) ερωτόλογα: Άσε τα σαλιαρίσματα! Δεν έχουμε καιρό για σαλιαρίσματα. || ερωτικές διαχύσεις.
[σαλιαρισ- (σαλιαρίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλιαρίστρα η [salarístra] Ο25α : η σαλιάρα 1.
[σαλιαρισ- (σαλιαρίζω) -τρα]