Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάκος ο [sákos] Ο18 : 1α. σακί: Ποια είναι η ετήσια παραγωγή σε σάκους τσιμέντου; || ~ απορριμμάτων, μεγάλη πλαστική σακούλα για τα σκουπί δια. ΦΡ (θα σου δείξω εγώ) πόσα απίδια βάζει / έχει ο ~, απειλή τιμωρίας, συνήθ. όταν πρόκειται για ξυλοδαρμό ή γενικά για δύσκολες, δυσάρεστες καταστάσεις. β. είδος κυλινδρικής θήκης από χοντρό πανί, δέρ μα ή πλαστικό που χρησιμεύει για τη φύλαξη και για τη μεταφορά διάφο ρων πραγμάτων: Στρατιωτικός ~. Tαξιδιωτικός ~. Tαχυδρομικός ~, για τη μεταφορά επιστολών και δεμάτων. Διπλωματικός ~, για τη μεταφορά διπλωματικών κυρίως εγγράφων. || είδος τσάντας σε παρόμοιο σχήμα. || Πυγμαχικός ~, δερμάτινος σάκος γεμάτος με άμμο, επάνω στον οποίο εξασκείται ο πυγμάχος. 2. οτιδήποτε έχει τη μορφή σάκου. α. μονο κόμ ματο φόρεμα χωρίς κόψιμο στη μέση. β. (εκκλ.) βαρύτιμο αρχιερατι κό άμφιο με κοντά και φαρδιά μανίκια που φτάνει ως τα γόνατα. γ. (ανατ.) αμνιακός* ~.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. σάκκος (& σάκος) & σημδ. γαλλ. sac (2β: λόγ. μσν. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες