Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάκα η [sáka] Ο25 : (παρωχ.) η σχολική τσάντα.
[< σάκος με μεταπλ. σε θηλ. κατά το τσάντα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακάκι το [sakáki] Ο44 : εξωτερικό ανδρικό ένδυμα με μακριά μανίκια, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό ως τους γοφούς και το οποίο μαζί με παντελόνι από το ίδιο ύφασμα αποτελεί το ανδρικό κουστούμι: Σταυρωτό / μονόπετο ~. Kαλοκαιρινό / χειμωνιάτικο ~. Είχε το ~ του ριγμένο στους ώμους. || γυναικεία ζακέτα που έχει το κόψιμο ανδρικού σακακιού. || ~ πιτζάμας, το αντίστοιχο προς το ανδρικό σακάκι τμήμα της πιτζάμας, με κοντά ή μακριά μανίκια.
[σάκ(ος)2 υποκορ. -άκι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακαράκα η [sakaráka] Ο25α : χαρακτηρισμός παλιού και ουσιαστικά άχρηστου οχήματος, που όμως εξακολουθεί να κυκλοφορεί. || (επέκτ.) κάθε παλιό, ογκώδες και υπερβολικά φθαρμένο αντικείμενο.
[παλ. σημ.: `παλιό σπαθί, παλιό αντικείμενο΄ < παλ. ιταλ. saracca `σπαθί΄ με εισαγωγή του συμφ. [k] και επανάληψη του φων. της προηγούμενης συλλ. κατά τα “κορακίστικα”]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακάτεμα το [sakátema] Ο49 : το αποτέλεσμα του σακατεύω.
[σακατεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακατεύω [sakatévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) 1. προξενώ σε κπ. μόνιμη αναπηρία: Έπεσε από τη σκάλα και σακατεύτηκε για όλη του τη ζωή. Σακάτεψε τα μάτια του με το διάβασμα. Είναι σακατεμένος άνθρωπος, είναι ανάπηρος ή έχει κάποια χρόνια πάθηση. || (επέκτ.): Έδωσα μια κουτουλιά και σακατεύτηκα, χτύπησα πολύ. Είμαι σακατεμένος από την πολλή δουλειά, πολύ κουρασμένος. Σακατεύτηκα, ώσπου να κουβαλήσω τόσες τσάντες, κουράστηκα πολύ. ~ κπ. στο ξύλο, τον δέρνω αλύπητα. 2. (μτφ.) προξενώ σε κτ. ανεπανόρθωτη ζημιά από κακή χρήση ή επέμβαση: Tο σακάτεψε το κείμενο με τις διορθώσεις που έκανε. H μοδίστρα μού το σακάτεψε το φόρεμα.
[σακάτ(ης) -εύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακάτης ο [sakátis] Ο11 θηλ. σακάτισσα [sakátisa] Ο27 : (οικ., μειωτ.) ανάπηρος: Tον άφησε σακάτη ο πόλεμος. || (επέκτ.) άνθρωπος με πολύ κλονισμένη υγεία. || (ως επίθ.): Δεν τον λυπάσαι λίγο, σακάτη άνθρωπο;
[τουρκ. sakat -ης· σακάτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακάτικος -η -ο [sakátikos] Ε5 : (οικ.) που έχει κάποια αναπηρία: Σακάτικο ζώο. || για μέλος του σώματος που έχει υποστεί μόνιμη αναπηρία: Σακάτικο χέρι / πόδι.
[σακάτ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακατιλίκι το [sakatilíki] & σακατλίκι το [sakatlíki] Ο44α : (οικ., μειωτ.) η σωματική αναπηρία.
[σακάτ(ης) -ιλίκι· τουρκ. sakatlιk -ι]