Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάγμα το [sáγma] Ο48 : (λόγ.) το σαμάρι.
[λόγ. < ελνστ. σάγμα, αρχ. σημ.: `παλτό΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαγματοποιείο το [saγmatopiío] Ο39 : εργαστήριο κατασκευής σαγμάτων, σαμαριών.
[λόγ. σαγματ- (σάγμα) -ο- + -ποιείον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαγματοποιός ο [saγmatopiós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει σαμάρια.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. σαγματοποιός < σαγματ- (σάγμα) -ο- + -ποιός]