Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρύμη η [rími] Ο30 : (λόγ.) 1. ορμή, δύναμη με την οποία κινείται κτ. (λόγ. έκφρ.) εν τη ~ του λόγου, καθώς μιλά κανείς γρήγορα: Εν τη ~ του λόγου, αναφέρθηκε και σε άλλα θέματα. Ήταν φυσικό, εν τη ~ του λόγου, να υπερβάλει. 2. στενός δρόμος, σοκάκι.
[λόγ.: 1: αρχ. ῥύμη· 2: ελνστ. σημ.]