Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρόφημα το [rófima] Ο49 : οποιοδήποτε παρασκεύασμα που πίνεται για πρωινό ή για θερμαντικό: Πρωινό / ζεστό / βραδινό ~. Tι θέλετε για ~; γάλα, τσάι, σοκολάτα;
[λόγ. < αρχ. ῥόφημα `πηχτός χυλός΄ κατά τη σημ. του ρουφώ]